Θα ταν Χειμώνας.'Ωρα επτά, μετά μεσημβρίας. Τόπος; Πολύδροσος, Φωκίδας. Από εκεί που άρχισαν και τελείωσαν όλα...Ξέρεις, θυμάμαι την μάνα μου, να μου βάζει αυτές τις χοντρές καζάκες που μας έπλεκε η συγχωρεμένη η γιαγιά μου. Έπειτα θυμάμαι να με παίρνει από το χέρι και να κατηφορίζουμε μαζί...Η Διαδρομή γνώριμη και συνηθισμένη. Από το σπίτι μας, στο σπίτι της Θείας Τασούλας και του Θείου Γιάννη και πάλι πίσω. Μια διαδρομή, που παρότι συνηθισμένη έκρυβε την δική της ομορφιά. Ξέρεις, γραφικά σοκάκια με αψεγάδιαστους και αυθεντικούς ανθρώπους. Θυμάμαι και εκείνη την ξύλινη πόρτα, πόσο μεγάλη φάνταζε στα μάτια μου, έπειτα να, θυμάμαι και εκείνη την όμορφη αυλή. Είναι περίεργο ξέρεις, σε εκείνο το σπίτι ένιωθα, πως η Άνοιξη έκανε ποδαρικό πάντα πριν την ώρα της. Ας πούμε, πως το μεγαλείο της φύσης, απλωνόταν σε κάθε σημείο του σπιτιού,..
Ύστερα στο νου μου φέρνω και εκείνον. Ναι, τον θυμάμαι να κάθεται στη ξύλινη καρέκλα του, στην άκρη του μπαλκονιού και να καπνίζει με περίσσιο σεβασμό,την πίπα του. Αν τον έβλεπες και συ να σου μιλά, θα σου ερχόντουσαν στο νου αυθόρμητα κάποιοι στίχοι του Νίκου Καββαδία που πήγαιναν κάπως έτσι" Έχω μια πίπα ξύλινη παράξενα γλυμμένη. Βλέπω καπνίζοντας τα πιο παράδοξα όνειρά μου. Πολλές φορές, τις βραδινές σκοτεινιασμένες ώρες, ανάβοντας την πίπα αυτή, σε μια γωνιά καπνίζω, κι ο γκρίζος βγαίνοντας καπνός σιγά με περιβάλλει, κάνοντας ένα γύρω μου κενό, μαβί και γκρίζο."
Ο Γιάννης Μαρρές, ήταν άνθρωπος άρρηκτα συνδεδεμένος με την Λογοτεχνία, αλλά και με τους αγώνες μιας και ήταν μέλος της τοπικής αντιστασιακής οργάνωσης,όλοι γνωρίζουν άλλωστε πως είχε εξοριστεί το 1967 κατά τη περίοδο της δικτατορίας, στη Γυάρο. Μαρτυρίες του, μπορεί να βρει κανείς από το βιβλίο "¨Θητεία στη Γυάρο".
Άνθρωπος, με μεγάλη ιστορία πίσω του, αποτέλεσε αναπόσπαστο κομμάτι της Λογοτεχνίας ενώ υπήρξε στενός φίλος του Νικηφόρου Βρεττάκου. Το 1965, ο Δημήτρης Λιάτσος στο περιοδικό "Χρονικά της Νίκαιας", μιλά για τον Λογοτέχνη Γιάννη Μαρρέ.
" Ο Γιάννης Μαρρές, μπορεί να ζει στην επαρχία , εκεί στους πρόποδες του Πολυτραγουδισμένου Παρνασσού, δεν έπαψε όμως ποτέ να είναι ένας ακέραιος πνευματικός άνθρωπος, γιομάτος ιδανικά, που η καρδιά του πάλλεται από ενδιαφέροντα, όχι μόνο πνευματικά αλλά και ανθρώπινα. Για αυτόν καλύτερα θα μπορούσε να μας μιλήσει ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος, που στην Πολύδροσο αντάμωσε τον Μαρρέ. Ακόμα ο μεγάλος ιστορικός Γιάννης Κορδάτος που πέρασε από το χωριό του Γιάννη Μαρρέ και πολλοί άλλοι πνευματικοί άνθρωποι, που γνώρισαν από κοντά τον λογοτέχνη και τον άνθρωπο Γιάννη Μαρρέ."
Ναι, αυτός ήταν ο Θείος μου, ο Γιάννης. Άνθρωπος των γραμμάτων και τεχνών. Άνθρωπος με αξίες και με ιδανικά. Άνθρωπος που εξέφραζε πάντα ριζοσπαστικές απόψεις, άνθρωπος που αγαπούσε τον τόπο που μεγάλωσε, τη Σουβάλα, και που μιλούσε για τον τόπο αυτό με τόση αγάπη και υπερηφάνεια...
Ο νους μου γυρνάει πάλι σε εκείνο το σπίτι, πάντα μου έκανε εντύπωση εκείνο το μπαστούνι. Συνήθως το έβλεπες να στέκεται δίπλα στο τζάκι του γραφείου του. Ξέρεις, η μάνα μου, μου είχε πει την ιστορία για κείνη την περιπέτεια που είχε. Αυτή η περιπέτεια βέβαια, είχε σαν αποτέλεσμα να χάσει το Αριστερό του πόδι. Στη θέση του, τοποθετήθηκε ένα ξύλινο κατασκεύασμα όπως συνήθιζε να το αποκαλεί ο ίδιος. Μια από εκείνες τις μέρες,της φοβερής απομόνωσης του, από τους συνανθρώπους του όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, βγάζει ένα μικρό μπλοκάκι και ένα μολύβι από την τσέπη του και γράφει το παρακάτω ποίημα με τίτλο το Μπαστούνι μου"Μπορεί να ήταν κάποτε μέλεγος, κερασιά,πουρνάρι, ή κάτι άλλο- που να ξέρω.Τραγουδούσε στον άνεμο, χαιρόταν τον ήλιο, τη βροχή και τα πουλιά μέσα στα φύλλα του έκαναν έρωτα και γλυκοκελαϊδούσαν. Τώρα δεν είναι παρά το μπαστούνι μου!Τούτο για σας είναι ένα τίποτα. Για μένα όμως-καθώς δεν είμαι πια ένας ακέραιος άνθρωπος -είναι το παν.Με βοηθάει όσο κανείς.Για αυτό το τραγουδάω!Σκεφτείτε:Χωρίς αυτό δε κάνω ούτε ένα βήμα".
Η ώρα περνάει και το μυαλό μου, έχει κατακλυστεί από όμορφες μνήμες αλλά και εικόνες, Να, μου ρχεται φευγαλέα εκείνη η γραφομηχανή που βρίσκονταν πάντα σε εκείνο το σημείο στη μέση του γραφείου του, έπειτα φέρνω στο νου μου το τζάκι με εκείνη τη φλόγα να τρεμοπαίζει αλλά και κείνο τον πίνακα που χε ζωγραφίσει ο ίδιος. Νομίζω, κοσμούσε όμορφα το τζάκι.
Μετά να, φέρνω στο νου μου και εκείνη. Η Θεία μου η Τασούλα, πάντα αγαπητή σε όλους. Στήριγμα του Γιάννη Μαρρέ από την αρχή μέχρι το τέλος της ζωής του. Σύντροφος, καλή φίλη, συγγενής, Πάντα θυμάμαι να με περιμένει στο κατώφλι του σπιτιού, περιτριγυρισμένη από γάτες.
Τις αγαπούσε και εκείνη, πολύ βλέπεις όπως και ο θείος μου. Πάντα με ένα γλυκό του κουταλιού στο χέρι.Θυμάμαι όταν είχε καταπέσει και εκείνη, η γιαγιά μου με έστελνε να της πηγαίνω φαγητό. Ακόμη και τότε χαμογελαστή και αγέρωχη. Μια μέρα και ενώ έραβε σιωπηλή και θλιμμένη ο Γιάννης Μαρρές αρχίζει και γράφει το παρακάτω ποίημα με τίτλο Να μην Ανησυχείς" Όταν κλείνομαι στον εαυτό μου και δείχνω ότι σε ξέχασα ,να μην ανησυχείς.Ψάχνοντας να βρω το δρόμο που θα μας οδηγήσει προς το φως εσένα σκέφτομαι και τότε.Χίλιες φορές σου το χω ειπεί για να σε πείσω.Κι ακόμα μια: Να μην ανησυχείς."
Τέτοιοι άνθρωποι ήταν οι Θείοι μου. Άνθρωποι που αγαπήθηκαν από την αρχή μέχρι το τέλος...Αλήθεια, δε ξέρω γιατί έφερα στη μνήμη μου όλες αυτές τις εικόνες, είναι που προσφάτως επισκέφθηκα εκείνο το σπίτι. Είχα σχεδόν βουρκώσει. Η ξύλινη πόρτα που φάνταζε θεριό μπροστά μου,κλειδαμπαρωμένη, οι τοίχοι έτοιμοι να πέσουν από την υγρασία, ενώ το τοπίο υποδήλωνε παραίτηση και εγκατάλειψη. Μια επιγραφή στο τοίχο " Οδός, Γιάννη Μαρρέ" είναι ίσως το μόνο στοιχείο που αποδεικνύει πως κάποτε αυτό το σπίτι είχε ζωή, πως κάποτε αυτό το σπίτι είχε φιλοξενήσει επιφανείς ανθρώπους, πως κάποτε αυτό το σπίτι είχε φιλοξενήσει φίλους και συγγενείς του Γιάννη Μαρρέ. Επιθυμία του δε, για όποιον δεν το γνωρίζει, ήταν να δωριστεί το σπίτι στον τότε Δήμο Παρνασσού με σκοπό την άμεση αξιοποίηση του. Πράγματι, αυτό συνέβη, χωρίς όμως να υπάρξει αντίκρυσμα. Θα περίμενε κανείς με την πάροδο των χρόνων να δει στην θέση του κάποιο λαογραφικό μουσείο ή κάποιο πολιτιστικό κέντρο. Στον αντίποδα το μόνο που μπορεί να αντικρίσει κανείς είναι ντουβάρια, μια σκεπή έτοιμη να καταρρεύσει και ένα τοπίο ερήμωσης και κατεδάφισης.
Ο Γιάννης Μαρρές, έφυγε από την Ζωή το 2003. Μη με ρωτήσεις τι θα μου λεγε αν ζούσε σήμερα. Ίσως να μη μπορώ να στο απαντήσω...Η μάλλον...Ξέρεις θα μου λεγε πως υπάρχουν δρόμοι ευθύγραμμοι,καμπυλωτοί,δύσβατοι, ανηφορικοί, κακοτράχαλοι και κατηφορικοί στη ζωή.Χρέος μας είναι να βρίσκουμε διεξόδους και να διαβαίνουμε όσο πιο άνετα μπορούμε, τους δρόμους,όποιοι και αν είναι αυτοί.,,Ναι αυτός ήταν ο Λογοτέχνης και Θείος μου Γιάννης Μαρρές, ένας επίμονος οδοιπόρος, που περπατώντας με ξύλινο πόδι στους δύσβατους δρόμους της ζωής είδε, έπαθε και έμαθε πολλά, παρέμεινε ευθυτενής και στη ζωή του πέτυχε όσα και κάποιοι άλλοι συνάνθρωποι του υγιείς.!
Καλή συνέχεια.!