Μέρες που είναι,
φέρνω στο νου μου εικόνες, μυρωδιές, χρώματα, φωνές, τραγούδια. Φέρνω στο νου
μου το παλιό σπίτι στο χωριό. Την αυλή, την πέτρινη βρύση και εκείνη την μπλε
σιδερένια κούνια. Βλέπεις, την είχε φτιάξει ο παππούς μου ο Γιάννης. Ατέλειωτα
παιχνίδια. Τον χειμώνα, δεν την διέκρινες βέβαια. Θαμμένη μέσα στο χιόνι.
Θυμάμαι τα κάστανα στο τζάκι, θαρρείς και η φλόγα του καίει ακόμη και σήμερα. Θυμάμαι
ακόμη και τη γιαγιά την Ευθυμία να πίνει τον ελληνικό καφέ της, τα παιδιά που
έμπαιναν από την αυλόπορτα για τα κάλαντα των Χριστουγέννων, τη μυρωδιά από τις
δίπλες της μητέρας μου, το ζυμωτό ψωμί της γιαγιάς μου της Λουκίας και τα
κάρβουνα έτοιμα πάνω στη φωτιά περιμένοντας τον παππού μου τον Θύμιο να
ετοιμάσει εκείνα τα λαχταριστά χειροποίητα σουβλάκια. Θύμησες, νοσταλγία και
μνήμες. Πολλές μνήμες. Η Δημουλά είχε δίκιο τελικά. Η μνήμη, κύριο όνομα
των θλίψεων, ενικού αριθμού. Μόνον ενικού
αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.
Μέρες που είναι, μνημονεύω εκείνους που έφυγαν.Κάθε Χριστούγεννα, που πηγαίνω στο χωριό νιώθω ηρεμία και γαλήνη. Δεν ξέρω αν περιγράφεται με λέξεις. Το πρόσωπο μου φωτίζεται. Ανοίγω την ξύλινη πόρτα και πηγαίνω στο δωμάτιο του παππού μου. Το ξέρω πως δεν βρίσκεται εκεί αλλά κάθομαι λίγο. Είναι μάλλον εκείνη η ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει ότι ίσως από κάπου τον βλέπουν εκείνοι που έχουν φύγει. Έπειτα, κοιτάω τα φωτογραφικά άλμπουμ. Χαμογελώ και συγκινούμαι. Για όσα ζήσαμε, για όσα δεν καταφέραμε να ζήσουμε με τους δικούς μας ανθρώπους, για κείνα τα όμορφα που θα έρθουν και που θα δημιουργήσουμε κουβαλώντας όμορφους ανθρώπους και αναμνήσεις.Μέρες που είναι λοιπόν, μέτρησε τους ανθρώπους σου, πήγαινε εκεί που είναι ο τόπος σου. Μείνε με την οικογένεια σου, γέμισε το σπίτι με γέλια και τραγούδια. Ένα «σε αγαπώ να προσέχεις» και μια αγκαλιά. Αυτά να είναι τα δώρα σου.
Μέρες που είναι, θυμήσου και εκείνο το παιδί με τη σάλπιγγα του Νικηφόρου Βρεττάκου:«Αν μπορούσες να ακουστείς θα σου έδινα την ψυχή μου να την πας ως την άκρη του κόσμου. Nα την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα αναμμένα για τα Χριστούγεννα-στο τζάκι του Νέγρου ή του Έλληνα χωρικού.Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά στα παράθυρα των φυλακισμένων.Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο. Αν μπορούσες να ακουστείς θα σου έδινα την ψυχή μου να την κάνεις τις νύχτες ορατές νότες, έγχρωμες, στον αέρα του κόσμου. Να την κάνεις αγάπη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου