Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ω, τι κόσμος Μπαμπά.

Η αλήθεια είναι πως απο μικρή θεωρούσα ότι θα μεγάλωνα σε έναν δίκαιο ας πούμε κόσμο. 'Ετσι με είχαν κάνει τουλάχιστον να πιστεύω οι γύρω μου. Μεγαλώνοντας,τα πράγματα κάπως άρχισαν να αλλάζουν...
Ούσα μαθήτρια συχνά συμμετείχα σε συγκεντρώσεις-κινητοποιήσεις. Είχα προλάβει μάλιστα και τις καταλήψεις για το άθρο 16. Ποτέ δε θα ξεχάσω βέβαια τις απειλές ορισμένων γονέων περί άνοιγμα του σχολείου μέσω εισαγγελέα. Ήταν θα έλεγα κάτι πρωτόγνωρο για εμένα.
 Το 2008 ήταν η χρονιά που θα τελείωνα το Λύκειο. Να, ήταν όμως και η χρονιά που ο Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος, ετών15 έπεσε νεκρός από σφαίρα αστυνομικού. Ναι,ο Επαμεινώνδας Κορκονέας μάθαμε αργότερα ότι τον σκότωσε εν ψυχρώ. Πως ένιωσα; Oργή, αγανάκτιση, θυμό, θλίψη...
 Εκείνη την περίοδο άρχισα να μαθαίνω για τον Κουμή, την Κανελλοπούλου, τον Καλτεζά, την ιστορία του Πέτρουλα, του Λαμπράκη...
Αν μου ζητούσε κάποιος να περιγράψω τα γεγονότα όπως εκτυλίστηκαν μετά από εκείνη τη χρονιά δύσκολα θα μπορούσα να μπω στη διαδικασία να το κάνω. Μια λέξη μου ρχεται στο μυαλό. Χάος. Το διάστημα εκείνο άρχισαν να γίνονται συνεχώς συγκεντρώσεις-πορείες-διαδηλώσεις. Στους δρόμους βίωνες συχνά βία,τρομοκρατία, ξυλοδαρμούς ακόμη και δικών σου ατόμων, προσαγωγές και αναίτιες στοχοποιήσεις ατόμων. Και ύστερα; Ύστερα έμαθες για την ιστορία της Κωσταντίνας Κούνεβα. Ύστερα άρχισες να μαθαίνεις για δολοφονίες μεταναστών που μέχρι και σήμερα βρίσκονται στα "αζήτητα". Άρχισες να βλέπεις την άνοδο ακροδεξιών- φασιστοειδών στοιχείων, την παιδεία να υποβαθμίζεται μέρα με την μέρα, την υγεία να υπολειτουργεί, την ανεργία να είναι στα ύψη και τα μνημόνια να έρχονται ως σωτήρας της μίζερης και θλιβερής πραγματικότητας σου. Ύστερα; Έμαθες για κάποιο Κώστα που έκανε απεργία πείνας για το αυτονόητο, την αξιοπρέπεια του. Πόσο χάρηκες όταν έμαθες πως αποφυλακίστηκε...
 Αργότερα άρχισες να κάνεις τόσο οικείες τις έννοιες κατάθλιψη και αυτοκτονία. Είναι που κάθε μέρα θα άκουγες και για ένα τέτοιο συμβάν. Έπειτα; Άκουσες για κάποιον Θανάση που δεν είχε να πληρώσει το εισιτήριο του στο Τρόλει με αποτέλεσμα από ενέργεια του οδηγού να βρεθεί στο κενό και να χάσει τη ζωή του. Μετά από κει; ; Έμαθες για την επίθεση που δέχτηκαν 15 μέλη του Κουμουνιστικού κόμματος από μέλη της χρυσής αυγής. Δε σου φάνηκε διόλου περίεργο. Τέτοια γεγονότα τα χεις εντάξει στην καθημερινότητα σου βλέπεις...
 Έχεις ένα άσχημο προαίσθημα. Ξέρεις ότι κάτι θα γίνει. Καθησυχάζεις τον εαυτό σου και λες όλα καλά από δω και πέρα. Το τηλέφωνο χτυπάει. Ακούς μια φωνή να σου λέει: Ο Παύλος είναι νεκρός. Η καρδιά σου πάει να σπάει. Δε ξέρεις πως να ξεσπάσεις, δε ξέρεις πως να αντιδράσεις.
 Πας μέχρι το Κερατσίνι γιατί δε μπορείς να κάνεις αλλιώς, γιατί πρέπει, γιατί είναι εσωτερική σου ανάγκη. Πας απλά εκεί και στέκεσαι. Διαδηλώνεις, φωνάζεις, ξεσπάς... Όχι μόνο για κείνα που έχουν συμβεί μέχρι τώρα αλλά και για κείνα που θα ρθουν. Ύστερα όμως τι; Ύστερα όμως ποιός;
 Γυρνάς στο σπίτι σου και κοιτάς το ταβάνι.Νομίζεις ότι θα σε πλακώσει. Είναι που σκέφτεσαι και εκείνο το έργο του Bergman: Το αυγό του φειδιού. Κάθεσαι όμως και σκέφτεσαι και εκείνους που όπλισαν με την ψήφο τους το χέρι του δολοφόνου. Εκείνους που χωρίς να το καταλάβουν όπλισαν το χέρι τους ενάντια στον ίδιο τους τον εαυτό, ενάντια στα ίδια τους τα παιδιά. Εκείνους που συναίνεσαν στο να εκκολαφθούν τα αυγά του φειδιού και να έρθει ξανά στο προσκήνιο ο ναζισμός.
 Το μόνο λοιπόν που έχω να πω εγώ σε εκείνους είναι πως η Χρυσή αυγή δεν είναι ούτε χρυσή ούτε αυγή. Είναι μαύρη όπως άλλωστε και το παρελθόν της από τις ανεξήτιλες κηλίδες του αποτρόπαιου νεοναζισμού.

Καλή συνέχεια

Ακολουθεί ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη: Μας φοβούνται και μας σκοτώνουν. Φοβούνται τον ουρανό που κοιτάζουμε. Φοβούνται το πεζούλι που ακουμπάμε. Φοβούνται τα λόγια που λέμε με φωνή χαμηλωμένη. Φοβούνται τα λόγια που θα λέμε αύριο όλοι μαζί. Μας φοβούνται αγάπη μου. Κι όταν μας σκοτώνουν, νεκρούς μας φοβούνται πιο πολύ.


Υγ: H τελευταία φράση είναι από ένα άρθρο της εφημερίδας το Βήμα

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Θυμάσαι;

Θυμάσαι που καθόμασταν με τις ώρες μπροστά στην τηλεόραση βλέποντας ελληνικό κινηματογράφο; Ξέρεις Καρέζη εναντίον Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ εναντίον Μπάρκουλη και άλλα τέτοια γραφικά της εποχής. Έπειτα να, θυμάσαι τη μάνα σου που σου έβαζε τη Λιλιπούπολη του Χατζηδάκι στη διαπασών; Tα τραγούδια του Λοϊζου;Tη χορωδία Τυπάλδου με εκείνο τον Παλιάτσο που τον κουβαλάς ακόμη και σήμερα μαζί σου;.Ύστερα είναι και η Μελίνα με εκείνα τα παιδιά του Πειραιά που ίσως τα συναντήσεις κάπου, εκεί έξω.
 Τους πανηγυρισμούς στο σπίτι σου τους θυμάσαι; Πόσοι ποδοσφαιρικοί και μπασκετικοί αγώνες... Την αναφορά των γονιών σου στο Νίκο Γκάλη;  Εκείνο το Εθνική Ελλάδος γειά σου του Νιόνιου;
Τη συγκίνηση που ένιωσες όταν πήραμε το Εuro; Ναι είχες κατέβει στο δρόμο.Καλά θυμάσαι. Κατέβηκες και πανηγύρισες.Όχι επειδή ήσουν πατριώτης και ήθελες να φανείς κρατώντας στα χέρια σου την Ελληνική σημαία.Καμία σχέση. Αλλά να, επειδή για μια στιγμή ένιωσες λίγο υπερήφανος για αυτό το τόπο. Να μόνο για εκείνη τη στιγμή...
 Τους σκόρπιους δίσκους βινυλίου στο σπίτι τους θυμάσαι; Mίκης Θεοδωράκης, Σταύρος Ξαρχάκος, Στέλιος Καζαντζίδης, Άκης Πάνου, Ρίτα...Και ύστερα τα σκόρπια βίβλια μέσα σε εκείνες τις τεράστιες βιβλιοθήκες. Μενέλαος Λουντέμης, Γιάννης Ρίτσος, Νίκος Καζαντζάκης, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Νικηφόρος Βρεττάκος.
 Τις ατέλειωτες βόλτες στην Πλάκα τις θυμάσαι; Eκείνη την μισοχαλασμένη λατέρνα να παίζει μέχρι και σήμερα το γαρύφαλλο στ'αυτί; Είναι και εκείνος ο κουρασμένος άνθρωπος που παίζει ακόμη και τώρα με το ακορντεόν στο χέρι τραγούδια από τα παλιά και συ απλά χαμογελάς. Εκείνος; Aπλά ανταποδίδει. Και έπειτα τα καφενεία στους πλακόστρωτους δρόμους; Tον Ήλιο; Τον μερακλίδικο ελληνικό καφέ και τη μεσημεριανή σου βόλτα; Kαι εκείνα τα βλέμματα των περαστικών;Τα θυμάσαι;
 Eκείνο το Αυγουστιάτικο καλοκαίρι ; Τις απέραντες θάλασσες; Τα ηλιοβασιλέματα, τα ξενύχτια με τους φίλους; Εκείνους τους ανεκπλήρωτους έρωτες και τα αθώα φλερτ;
 To χωριό σου; Που ξημεροβραδιαζόσουν  παίζοντας κρύφτο, κυνηγητό, βόλους; Που έκανες ποδήλατο στα σοκάκια, τους λάκκους, στις αλάνες...Και έπειτα ιδρωμένος έτρεχες να πάρεις μια Έψα από το καφενείο δίπλα από το σπίτι σου;
 Εγώ ξέρεις τα θυμάμαι. Αυτά και τόσα ακόμα που υπάρχουν για να μας θυμίζουν ποιοί είμαστε καθώς και πως ξεκίνησαν όλα...Είναι που κάποιος με ρώτησε πρόσφατα αν νιώθω υπερήφανη για αυτό το τόπο. Θα έλεγα ότι είναι μια πολύ δύσκολη ερώτηση με μια δύσκολη απάντηση. Για μένα λοιπόν νομίζω πως όλα τα παραπάνω είναι η απάντηση στην ερώτηση αυτή. Όχι δεν είναι ούτε ότι διακατέχομαι από το πατριωτικό αίσθημα ούτε από διάφορα εθνικιστικά φρονήματα. Άλλωστε θα ήταν πιστεύω και φύσει αδύνατο. Απλά να όλοι εδώ πέρα έχουμε έναν ουρανό και το ίδιο χαμόγελο. Αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο όμως και αυτό τον ουρανό δεν μπορούν να μας το πάρουν.

Καλή συνέχεια.




Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Η μνήμη

Ποτέ δε μπόρεσα να ξεχάσω τα καλοκαίρια στο χωριό. Να ξέρεις, τα ατέλειωτα παιχνίδια στις αλάνες και στις πλατείες, τα γέλια μας, καθώς και τα αθώα φλερτ του καλοκαιριού. Είναι όμως που... ποτέ δε μπόρεσα να ξεχάσω και εκείνους.Ναι εκείνους...
 Θυμάμαι σαν τώρα εκείνο τον τσακωμό που είχα κάνει με τον παππού μου. Ήμουν κάπου στα δεκαέξι βλέπεις και ήθελα να κάτσω μέχρι αργά έξω. Του φαινόταν αδιανόητο. Η δική του εγγονή να τριγυρνάει μέχρι αργά από δω και απο κει. Θαρρώ πως ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος τσακωμός μαζί του.
 Θυμάμαι πάλι τις γιορτές στο χωριό. Όταν μάθαινε πως θα ανεβαίναμε, έφευγε άρον άρον από το καφενείο για να είναι ήδη στο σπίτι περιμένοντας μας. Η χαρά του απερίγραπτη. Μας αγκάλιαζε σαν να μην υπάρχει αύριο.Τα μάτια του δε, έλαμπαν και μεις απλά χανόμασταν στην αγκαλιά του. Έπειτα του λέγαμε τα νέα μας. Ξέρεις, για την ζωή στην Αθήνα και την δική μας καθημερινότητα. Εκείνος με τη σειρά του μας μίλαγε για τη ζωή στο χωριό. Για το περιβόλι του, τον στάβλο μας... Ύστερα του ζητάγαμε να μας ζωγραφίσει. Πόσα χαρτιά είχαμε χαλάσει... Θυμάμαι και εκείνα τα βιβλία στιβαγμένα στη βιβλιοθήκη. Διάβαζε πολύ, θεωρούσε ας πούμε τη μόρφωση βασικό εφόδιο για τον άνθρωπο.
 Έπειτα φέρνω στο νου μου τη γιαγιά μου. Από κείνη βλέπεις πήρα και το όνομα μου. Πάντα τη θυμάμαι να κάθεται σε κείνο το σημείο, να στη μέση της αυλής, σε κείνη τη μεγάλη άσπρη καρέκλα κοιτώντας τον κάμπο. Ακόμη και τώρα, καμιά φορά κοιτάζω στα κλεφτά θαρρώντας πως βρίσκεται εκεί και με κοιτάει.
  Τον παππού μου δε, νομίζω πως θα τον δω να στέκεται σε εκείνη την δύσβατη ανηφόρα δίπλα στο σπίτι μας κρατώντας ντομάτες από το περιβόλι.
 Τελικά στη θέαση ενός άδειου σπιτιού η μνήμη είναι ο καλύτερος σου φίλος. Άψυχα αντικείμενα, φωτογραφίες παντού και το μόνο που δηλώνει ότι κάτι υπάρχει εκεί γύρω είναι ο εκκωφαντκός ήχος της βρύσης που στάζει. Και πάλι να, στέκεσαι εκεί χωρίς να περιμένεις κάτι. Απλά στέκεσαι και περιμένεις...
 Και ύστερα... κλειδώνεις την πορτα πίσω σου,  παίρνεις τον δρόμο της επιστροφής και απλά χαμογελάς. Ναι χαμογελάς, για εκείνα που έζησες αλλά και για εκείνα που θα ρθουν...
 Κίνητρο του σημερινού μου κειμένου; Μια πρόσφατη εξόρμηση στο χωριό μου αλλά και η μνήμη. Ναι η μνήμη. Κύριο όνομα των θλίψεων, ενικού αριθμού και άκλιτη, Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη...

Καλή συνέχεια


Μόνη μας πατρίδα, τα παιδικά μας χρόνια.!