Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Τα καλύτερα μας χρόνια!


Χειμώνας. Παραμονές Χριστουγέννων. Έχουμε ήδη ξυπνήσει και έχουμε χωθεί στην αγκαλιά του παππού. Να τα πούμε;! Το πρόσωπο του φώτιζε ολόκληρο. Έπειτα κολλούσαμε τα πρόσωπα μας στο παράθυρο. Κοιτούσαμε τις καμινάδες των σπιτιών, τις νιφάδες από το χιόνι που έπεφτε και τον κατάλευκο Παρνασσό. Η παρέα μαζεύτηκε. Οι περισσότεροι με τρίγωνα. Εγώ με την μελόντικα. Πάντα με τη μελόντικα. Η μόνη μας έγνοια ήταν να προλάβουμε να πάμε στα περισσότερα σπίτια του χωριού.

 Και έτσι ξεκινούσαν οι δικές μας γιορτές. Οι δικές μας διακοπές των Χριστουγέννων. Να τα πούμε, να τα πούμε; «Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας». Και του χρόνου μας έλεγαν πάντα υγεία και καλή πρόοδο. Ύστερα μετρούσαμε τα χρήματα που είχαμε μαζέψει. Στην αρχή ήταν δραχμές, μετά μετρούσαμε τα κέρματα του ευρώ και ενίοτε και τα χαρτονομίσματα. Άλλος ήθελε να αγοράσει ποδήλατο, άλλος κάποια παιχνιδομηχανή, άλλος το σπίτι των «playmobil», άλλος πολλά παιχνίδια και επιτραπέζια.

 Κάπως έτσι ήταν και οι χρονιές που ακολούθησαν. Τώρα που το σκέφτομαι μέχρι το γυμνάσιο συνέχιζα να λέω τα κάλαντα. Αυτή η συνήθεια σταμάτησε κάπου στα 14. Μεγαλώσαμε βλέπεις. Ήρθε και η εφηβεία. Ποτέ δεν σταμάτησε όμως εκείνη η συνήθεια ακόμη και σήμερα που έχω φτάσει τριάντα, ξυπνάω από το πρωί και τηλεφωνώ στον πατέρα μου καμιά φορά σαν μικρό παιδί. Να σου τα πω για το καλό ρε Μπαμπά; Άλλωστε, αυτές τις μνήμες τις κουβαλάω και θα τις κουβαλάω για πάντα μαζί μου.

Και αν ποτέ γίνω μητέρα, ποιος ξέρει, θα έχω να λέω μπόλικες ιστορίες για τον τόπο μου, τις ρίζες μου, τα οικογενειακά τραπέζια, τα γλέντια μας, το χριστόψωμο της γιαγιάς, την αγάπη που ήταν διάχυτη σε όλο το σπίτι, τις μυρωδιές από τις δίπλες και τα μελομακάρονα αλλά και τη μυρωδιά από το φρεσκοκομμένο έλατο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Πράγματι, τα Χριστούγεννα στο χωριό τα θυμάμαι πάντα με αγάπη και νοσταλγία. Ακόμη και σήμερα δίνουμε ένα άτυπο ραντεβού μεταξύ μας. Πότε θα ανέβεις; Θα σε περιμένω! Μια ερώτηση και μια απάντηση αρκούν.

Τώρα που το σκέφτομαι, αυτά ήταν τα καλύτερα μας χρόνια. Τα ανέμελα, τα ξέγνοιαστα…Όπως λέω πάντα, πονάει πολύ να είσαι ενήλικας. Μέχρι και σήμερα όμως, μπορώ να πω με σιγουριά ότι οι μέρες των Χριστουγέννων έχουν ακόμη λίγη από εκείνη την αστερόσκονη.

Πόσο επίκαιρος φαντάζει και ο Ντίκενς στο έργο του «Ιστορία δύο πόλεων»;!: (…)Ήταν τα καλύτερα χρόνια, μα συνάμα και τα χειρότερα, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απερισκεψίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της δυσπιστίας, ήταν η εποχή της Φωτιάς, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας,  πηγαίναμε όλοι κατευθείαν προς τον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση-κοντολογίς η περίοδος εκείνη είχε τόσες ομοιότητες με τωρινή(…)

 Φέτος, δεν θα μπορέσω να είμαι εκεί. Η πανδημία βλέπεις, όρισε τις ζωές μας. Δεν θα τηρήσουμε και εκείνη την υπόσχεση στους απόντες και τους παρόντες. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι και τα φετινά Χριστούγεννα η ψυχή μου θα βρίσκεται εκεί. Αν με ρωτούσες τι θα ευχόμουν για το νέο έτος θα σου έλεγα να μπορούμε ανασάνουμε ξανά, να έχουμε υγεία, αγάπη, ανθρωπιά, λιγότερο εγωισμό και ματαιοδοξία, να εκτιμούμε τα απλά και τα καθημερινά αλλά να αποκτήσουμε περισσότερη ενσυναίσθηση. Να ακούμε δηλαδή περισσότερο τους άλλους, να μπαίνουμε στα παπούτσια τους κάπου κάπου και να τους αφουγκραζόμαστε λίγο περισσότερο. Μόνο έτσι αξίζει να είσαι άνθρωπος. 


Καλές γιορτές με υγεία




Στο βίντεο που ακολουθεί η Ρένα Ορφανού απαγγέλει ποίημα ενός blogger με όνομα «βιολιστής στη στέγη»(έχει γίνει μια παρανόηση και αρκετοί θεωρούν οτι το ποίημα είναι του Ελύτη ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει) με τίτλο «Παράθυρα χωρίς θέα»:


Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα και με τα πιο μικρά..

Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.

Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.

Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.

Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.

Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.

Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.

Πολύ...

Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.

Πολύ...

Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς.

Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.

Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.

Που μπορώ και κλαίω ακόμα.

Και που τραγουδάω... μερικές φορές...

Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.

Και ευωδιές που με γοητεύουν...










Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

Ενός λεπτού σιγή!

Ενός  λεπτού σιγή  στις  γυναίκες  που κάποια στιγμή στη ζωή τους βίωσαν σωματική, ψυχολογική ή σεξουαλική βία από τον σύντροφό τους. Που υπήρξαν θύματα βιασμού ή απόπειρας, που έχουν αναφέρει μορφή σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας τους. Στις γυναίκες που διακινούνται παράνομα κάθε χρόνο με σκοπό τη σεξουαλική εκμετάλλευση και την εξαναγκαστική εργασία. Στις εκατομμύρια γυναίκες και τα κορίτσια εκείνα που έχουν υποστεί ακρωτηριασμό γεννητικών οργάνων αλλά και στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας που δεν βρήκαν το θάρρος να την καταγγέλλουν. 

Ενός λεπτού σιγή για τις γυναίκες που έχουν υποστεί οικονομική βία από τον σύντροφό τους, που έχουν παρενοχληθεί σεξουαλικά στο διαδίκτυο, που έχουν βιώσει το «stalking» (εξακολουθητική παρακολούθηση) αλλά και στις γυναίκες εκείνες που δολοφονούνται από τους συζύγους και τους συντρόφους τους.

Ενός λεπτού σιγή, στις γυναίκες εκείνες που άντεξαν και δεν λύγισαν. Σε εκείνες, που κατάφεραν να καταγγείλουν τον βιασμό τους, που ζήτησαν βοήθεια, που έφυγαν από το κακοποιητικό περιβάλλον, που βρήκαν την ψυχική δύναμη να χαράξουν την δική τους πορεία. Ενός λεπτού σιγή όμως και στις γυναίκες που ζουν στις κλειστές κοινωνίες και εγκλωβίζονται στο αιώνιο εκείνο « Σώπα μη μιλάς».

Ενός λεπτού σιγή, για την ίδια τη γυναίκα που άλλοτε σιωπά, άλλοτε υπομένει, άλλοτε αντιδρά και διεκδικεί σθεναρά τη θέση που της αξίζει μέσα στην κοινωνία. 

Ναι, ας κρατήσουμε ενός λεπτού σιγή για την «Ελένη και την κάθε Ελένη της επαρχίας, της Αθήνας κοιμωμένη που η ζωή της ήδη είναι επικηρυγμένη».


Ακολουθεί  το ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη «Καντάτα, 1960»   

“…Φτωχές γυναίκες, μοδίστρες, δακτυλογράφοι, ασπρορουχούδες, τίμιες ή σπιτωμένες, ακόμα κι άλλες εκείνες του σκοινιού και του παλουκιού, γυναίκες του ανέμου, της βροχής, του κουρνιαχτού, νιώσαμε το φόβο που κρύβεται καμιά φορά πίσω από την αγνότητα, την κούραση πίσω από την καλοσύνη ή την αδιαφορία πίσω απ’ την υπακοή. Μα πιο πολύ νιώσαμε την αδυναμία που κρύβεται πίσω απ’ την κακία. Συχνά μας άφησαν εκείνοι που αγαπούσαμε πολλές, πάνω στη τρέλα τους, τους ρίξανε βιτριόλι, οι πιο πολλές βέβαια κλάψαμε, χτυπηθήκαμε, μα φροντίσαμε σύντομα να βρούμε έναν άλλον, γιατί τα χρόνια περνάνε…Αν μας έβλεπε κανείς το βράδυ, όταν μένουμε μονάχες και βγάζουμε τις φουρκέτες, τις ζαρτιέρες, και κρεμάμε στην κρεμάστρα το πανωφόρι κι αυτήν τη βαμμένη μάσκα που μας φόρεσαν, εδώ και αιώνες τώρα, οι άντρες για να τους αρέσουμε –αν μας έβλεπαν, θα τρόμαζαν μπροστά σε τούτο το γυμνό, κουρασμένο πρόσωπο. Αχ, γυναίκες έρημες, κανείς δεν έμαθε ποτέ πόση αγωνία κρύβεται πίσω απ’ τη λαγνεία, ή την υστεροβουλία μας. Και πάντα γυρεύαμε το καλύτερο…Συχνά καταφύγαμε και στις χαρτορίχτρες, τρέχουμε στα μέντιουμ να μάθουμε- τι να μάθουμε; Διαβάζουμε καθημερινά το ωροσκόπιο στις εφημερίδες, πηγαίνουμε σε διάφορους ύποπτους αστρολόγους… Λοιπόν πού πάμε; Από πού ερχόμαστε; Τι ψάχνουμε παλεύοντας αιώνια με τα έξω και τα μέσα μας στοιχεία; Ερχόμαστε απ’ το φόβο και το φόνο, απ’ το αίμα και την επανάληψη. Ερχόμαστε απ’ την παλαιολιθική αρπαγή- κι αρχίζουμε την ανθρώπινη φιλία. Τέλος, ύστερα από πολλά, παντρευόμαστε, κάνουμε κάμποσες εκτρώσεις, αρκετά παιδιά, ύστερα έρχεται η κλιμακτήριος, οι μικρονευρασθένειες, κι ύστερα τίποτα. Όλα καταλαγιάζουν μέσα μας. Κι επιθυμίες κι αναμνήσεις- αχ περνάει γρήγορα η ζωή, ούτε το καταλαβαίνεις. Τα παιδιά ζούνε σ’ ένα δικό τους κόσμο, δε μας ξέρουν παρά μονάχα σα μητέρες, δεν μπόρεσαν να μας δουν ποτέ λίγο κι εμάς σαν ανθρώπους- με τις μικρότητες ή τις παραφορές τους. Έτσι ζήσαμε. Αγνοημένες και μονάχες μέσα στο εσωτερικό μας πάθος, αγνοημένες κι έρημες μέσα στην ιερότητα της μητρότητάς μας…”

 



*25 Νοεμβρίου  -Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών


Όταν νιώθεις, ότι δεν υπάρχει ελπίδα, υπάρχει βοήθεια.

   


http://womensos.gr/

https://www.kethi.gr/

 

 

Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

Η μέρα που άλλαξε τον ρου της ιστορίας!

Στις επτά του Οκτώβρη, συνέβη κατι μεγάλειώδες. Κάτι, που θα κουβαλάμε για πάντα, κάτι που θα εξιστορούμε στα παιδιά που δεν έχουν γεννηθεί ακόμη, στα παιδιά που δεν έχουν μεγαλώσει ακόμη, στα δικά μας παιδιά. 

Κάτι, που αποτελεί νίκη του αντιφασιστικού και λαϊκού κινήματος και όλων εκείνων που με αυταπάρνηση, όλα αυτά τα χρόνια στάθηκαν στο ύψος των περιστάσεων, πάλεψαν, διεκδίκησαν, μίλησαν ανοιχτά για τον ναζισμό και τον φασισμό και δεν φοβήθηκαν ούτε στιγμή. 

Συνέβη κάτι, που το χρωστάμε στον συνεχή αγώνα της Κυρίας Μάγδας, στην μητέρα εκείνου του γελαστού παιδιού, του Παύλου, που μας δίδαξε τόσα χρόνια ήθος, σεβασμό και αξιοπρέπεια. Συνεβή κάτι, που μας έκανε να κλαίμε από συγκίνηση και χαρά, να κοιταζόμαστε στα μάτια και να νιώθουμε ένα δυνατό σφίξιμο στο στήθος. 

Συνέβη κάτι, που μας κατέβασε όλους και όλες στον δρόμο μετά από αρκετά χρόνια. Συνέβη κάτι, που γέμισε τις ψυχές μας με φως και ελπίδα, κάτι που έκανε τα πρόσωπα μας φωτεινά και το χειροκρότημα μας πιο δυνατό και πιο εκκωφαντικό. Συνέβη κάτι, που θα μείνει χαραγμένο στη μνήμη. 

Στις 7 του Οκτώβρη του 2020 είναι εκείνη η ημέρα που άλλαξε τον ρου της Ιστορίας. Η ημέρα, που το ναζιστικό μόρφωμα της Χρυσής Αυγής καταδικάζεται ομόφωνα ως εγκληματική οργάνωση. Είναι εκείνη η μέρα που πάψαμε να φοβόμαστε το πρόσωπο του τέρατος. Είναι όμως και εκείνη ημέρα που θα μας θυμίζει πως αυτή η νίκη είναι μόνο η αρχή, πως ο δρόμος είναι μακρύς και πως εκείνοι που εκκόλαπταν τόσα χρόνια το αυγό του φιδιού και τάϊζαν το ίδιο το φίδι είναι ακόμη εδώ. Πράγματι, μπορεί να σκοτώσαμε το κτήνος αλλά η σκύλα που το γέννησε ζει και είναι πάλι σε οργασμό οπως έλεγε πολύ εύστοχα και ο Μπρεχτ. Δεν εφησυχαζόμαστε. Συνεχίζουμε μέχρι το τέλος, μέχρι να γεννούν τα σκοτάδια λάμψη. Άλλωστε αυτό είναι το χρέος μας. Ενα χρέος που θα μας θυμίζει πάντα ο Τάσος Λειβαδίτης από τους ανθρώπους στη χώρα των θαυμάτων:

(...)Ο,τι κι αν κάνουν θα νικήσουμε. Ο κόσμος μας ανήκει.Το μέλλον είναι μες στην τσέπη μας σαν το κλειδί του σπιτιού μας. Είμαστε μεθυσμένοι, μα όχι από κρασί. Είμαστε μεθυσμένοι απ'όλο το αύριο.Πάμε, πάμε...


Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Εσύ φταις(;)!

Η Ατομική ευθύνη στέρεψε. Ατομική ευθύνη στην παιδεία, την υγεία, την εργασία ακόμη και στον ίδιο τον αέρα που αναπνέουμε. Οι μέρες της καραντίνας θα ρθουν ξανά. Όχι γιατί δεν προσέξαμε, όχι γιατί υπήρξαμε ανεύθυνοι αλλά γιατί σε κάθε κοινωνία που στον βωμό του κέρδους ευτελίζει την ανθρώπινη ύπαρξη οι ζωές μας δεν έχουν καμία αξία.


Εσύ φταις λοιπόν, που είσαι άνεργος. Σε είπαν τεμπέλη. Εσύ που αμείβεσαι με ψίχουλα, που δεν σου κολλάνε ένσημα τα αφεντικά σου, εσύ που είσαι ανασφάλιστος, εσύ που δεν χωράς στα κρεβάτια των ΜΕΘ. Εσύ φταις δάσκαλε που δεν μπορείς να μεταδώσεις την γνώση σε ακατάλληλες αίθουσες διδασκαλίας με τριάντα μαθητές στοιβαγμένους ακόμη και μέσα σε κοντέινερς. Εσύ φταις. Ναι εσύ, επιβάτη των μέσων μαζικής μεταφοράς που συνωστίζεσαι για να πας στη δουλειά σου κάθε πρωί . Εσύ φταις, άνθρωπε της διπλανής πόρτας που πήγες τις καλοκαιρινές σου διακοπές και όταν επέστρεψες δεν έβαλες το χέρι βαθιά στη τσέπη για να υποβληθείς στο τεστ του κορωνοϊού με απόρροια να σου καταλογίζουν ότι τον διέσπηρες.

Έτσι θα σου πουν. Πως, εσύ φταις για όλα αυτά και για ακόμη περισσότερα. Η κρατική ευθύνη μεταφράζεται ως ατομική και κάπως έτσι η ζωή μας φυραίνει και μεις αθέατοι και αμέτοχοι πρέπει καρτερικά να περιμένουμε το τέλος. Είμαστε πια όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους όπως έλεγε και ο μεγάλος ποιητής, Μανώλης Αναγνωστάκης. 

Μην τους κάνουμε το χατίρι, μην σκύψουμε το κεφάλι, πρέπει να αντέξουμε. Στο τέλος αυτής της συνθήκης άλλωστε θα μετρηθούμε ξανά και πρέπει να μαστε όλοι εδώ παρόντες σε ενεστώτα χρόνο για να γίνει πραγματικότητα το όνειρο της δημιουργίας εκείνου του νέου κόσμου, στον οποίο οπως πολύ εύστοχα είχε πει ο Κάρολος Μαρξ, ο ποιητής θα ψαρεύει και ο ψαράς θα γράφει ποιήματα.


Καλή συνέχεια,


Πέμπτη 23 Ιουλίου 2020

The sound of silence

Μαύρη ετούτη η μέρα. Οργή, αδιόρατη θλίψη ένα μεγάλο γιατί και μια συγνώμη που δεν δόθηκε ποτέ. Συνεχώς, έρχονται στη σκέψη μου εκείνες οι εικόνες. Γκρίζο τοπίο, στάχτες, καμένα σπίτια, λιωμένα σίδερα, αποτυπώματα απουσίας, φωτογραφίες αγνοουμένων και πόνος. 

Πόνος βουβός. Πόνος αξεπέραστος. Άνθρωποι πανικόβλητοι, μανάδες να ουρλιάζουν ψάχνοντας τα παιδιά τους, άνθρωποι αγκαλιασμένοι μέσα στα αποκαΐδια, σωροί από μέταλλα, και μια εκκωφαντική σιωπή. Ποίος έφταιξε; Σε ποιόν θα αποδοθεί η ευθύνη;  Εκείνη η νύχτα, με τους 102 νεκρούς ίσως και να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ίδιας της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας και ενός κράτους «δικαίου» που χρόνο με τον χρόνο, μέρα με τη μέρα, λεπτό το λεπτό στο βωμό του κέρδους ,των εκάστοτε πολιτικών επιλογών και των μνημονίων που έχουν ριζωθεί πολύ καλά μέσα μας, καταδικάζει και ευτελίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής.

 «Το Μάτι δεν είναι καταβόθρα νεκρών», φώναξαν οι συγγενείς των θυμάτων στην επιμνημόσυνη δέηση. Περνώντας τα χρόνια και οι μέρες, σκέφτομαι, ότι η μεγαλύτερη τιμή  της μνήμης των θυμάτων είναι η αποκάλυψη και όχι η συγκάλυψη όλων των πτυχών της τραγωδίας, η απόδοση ευθυνών, η λήψη ουσιαστικών και αναγκαίων μέτρων προστασίας αλλά και εκείνη η συγνώμη που δεν ειπώθηκε ποτέ. Νομίζω, τους το χρωστάτε!

Σε αυτούς που έμειναν πίσω, και προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους έχοντας χάσει τα πάντα, έχω να τους πω εκείνο το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου. 

Άλλωστε, οι στίχοι κάνουν πάντα έναν περίεργο εκκωφαντικό θόρυβο.

«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους, την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί -Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια. Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ΄τη στέρηση μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι. Κάποτε, μες στο βράδυ της άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα χωρίς κανείς να το μαλώσει’ σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα, εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα κι η θέση του στο χώμα μένει ζεστή και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν αέρα σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα μαζεύονται, σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά κλαίει με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του».


Καλή συνέχεια,



Υποσημ.: Το παραπάνω ποίημα αποτελεί απόσπασμα από το ποίημα: Σχήμα της απουσίας






Παρασκευή 8 Μαΐου 2020

Χωρίς εμάς!




Θα μπορούσες να φανταστείς μια κοινωνία χωρίς εμάς; Μια κοινωνία χωρίς δωρεάν και δημόσιο σύστημα υγείας; Μια κοινωνία με ανύπαρκτο κράτος πρόνοιας; Μια κοινωνία των γκέτων και των περιθωριοποιημένων ανθρώπων; Μια κοινωνία που ο κοινωνικός λειτουργός θα ήταν απών; Μια κοινωνία που σε συνθήκες ακραίας φτώχειας καθώς και σε συνθήκες βαθιάς οικονομικής και ανθρωπιστικής κρίσης δεν θα υπήρξε κανείς για να αντιδράσει; Άραγε, θα μπορούσες να φανταστείς μια κοινωνία χωρίς κρατικές δομές, χωρίς κοινωνικές υπηρεσίες, χωρίς υποστηρικτικά δίκτυα, χωρίς επαγγελματίες υγείας, χωρίς την κοινωνική αλλαγή χωρίς την κοινωνική συνοχή χωρίς το εμείς; Όχι! δεν θα μπορούσες. 

Γιατί, μια κοινωνία χωρίς κοινωνικούς λειτουργούς δεν είναι τίποτα. Εμείς, οι κοινωνικοί λειτουργοί, βρισκόμαστε καθημερινά στην πρώτη γραμμή με οποιοδήποτε κόστος. Εργασιακή επισφάλεια, ανασφάλεια για το μέλλον, ολιγόμηνες συμβάσεις και συμβάσεις έργου, άλλοι μισθωτοί και άλλοι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι οποίοι καλούμαστε ανά πάσα ώρα και ανά πάσα στιγμή να διαχειριστούμε και, πολλές φορές, να ακολουθήσουμε ή και να μην ακολουθήσουμε -έχοντας πάντα τον κίνδυνο της απόλυσης να ελλοχεύει- εκάστοτε λανθασμένες πολιτικές επιλογές του κράτους οι οποίες στην πλειονότητά τους φέρουν καταστροφικό αντίκτυπο στον ίδιο τον άνθρωπο τον οποίο έχουμε κληθεί να υποστηρίξουμε. 

Άλλωστε, έχουμε αποδείξει πολλές φορές ότι  ο κοινωνικός λειτουργός βρίσκεται πάντα δίπλα  στον αδύναμο, τον κατατρεγμένο και σε οποιαδήποτε ευάλωτη ομάδα του πληθυσμού ανεξαρτήτως φύλου, θρησκείας, χρώματος και οποιασδήποτε ιδεοληψίας. Έχουμε αποδείξει πως ο ψυχικά νοσούντας, ο άστεγος, ο άνεργος, ο πρόσφυγας, ο μετανάστης, ο άπορος, ο χρηστής εξαρτησιογόνων ουσιών, τα άτομα με αναπηρία, οι κρατούμενοι και οι κρατούμενες αυτού του κόσμου έχουν φωνή.

Έχουμε αποδείξει ότι σε πείσμα των καιρών θα είμαστε εκεί, μέσα σε εκείνο το αμφισβητούμενο κράτος πρόνοιας στο οποίο θα απαντάμε με αλληλεγγύη, θα απαντάμε με διεκδικήσεις και πως χωρίς τον άνθρωπο δεν είμαστε κανείς. 

Θα απαντάμε όμως και με εκείνες τις Ιστορίες του κ. Κόυνερ που θα μας θυμίζουν πάντα ποιοί πραγματικά είμαστε: «Ο κύριος Κόυνερ διέσχιζε μια κοιλάδα, όταν έξαφνα πρόσεξε πως πατούσε στα νερά. Και τότε κατάλαβε πως η κοιλάδα του ήταν στην πραγματικότητα ένα θαλάσσιος βραχίονας, και πως πλησίαζε η ώρα της πλημμυρίδας. Σταμάτησε, λοιπόν, κοιτάζοντας γύρω του μήπως δει καμιά βάρκα, κι όσο κράτησε η ελπίδα του για τη βάρκα, δεν έκανε βήμα. Και καθώς η βάρκα δε φαινόταν πουθενά, εγκατέλειψε την πρώτη ελπίδα, κι άρχισε να ελπίζει πως το νερό δεν θα ανέβαινε άλλο. Μα όταν το νερό του έφτασε ως το σαγόνι, εγκατέλειψε κι αυτή την ελπίδα και κολύμπησε. Είχε καταλάβει, επιτέλους, πως αυτός ήταν η βάρκα».


Καλή συνέχεια

Υποσημ: Οι ιστορίες του κ. Κόυνερ (Μπρεχτ) έχουν έναν κοινό άξονα: δείχνουν τη συμπεριφορά του ατόμου, του κ. Κόυνερ, απέναντι σε φαινόμενα της καθημερινής ζωής, και τις αντιδράσεις του απέναντι σε καθιερωμένες αντιλήψεις κα καταστάσεις.

*Το βίντεο που επέλεξα να χρησιμοποιήσω  υπήρξε ένα ποιητικό κείμενο του Μπέρτολτ Μπρεχτ (σε μετάφραση Μάριου Πλωρίτη), το οποίο γράφτηκε αρκετά χρόνια πίσω. Παραμένει ωστόσο πάντα επίκαιρο και διαχρονικό καθώς καταγράφει στην ολότητα της την ίδια την κοινωνία. Η μελοποίηση έγινε από τους Μιχάλη και Παντελή Καλογεράκη. Ερμηνεύει η Μαρία Φαραντούρη.