Συνολικές προβολές σελίδας

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Εκείνο το παιδί με τη Σάλπιγγα!


Μέρες που είναι, φέρνω στο νου μου εικόνες, μυρωδιές, χρώματα, φωνές, τραγούδια. Φέρνω στο νου μου το παλιό σπίτι στο χωριό. Την αυλή, την πέτρινη βρύση και εκείνη την μπλε σιδερένια κούνια. Βλέπεις, την είχε φτιάξει ο παππούς μου ο Γιάννης. Ατέλειωτα παιχνίδια. Τον χειμώνα, δεν την διέκρινες βέβαια. Θαμμένη μέσα στο χιόνι. Θυμάμαι τα κάστανα στο τζάκι, θαρρείς και η φλόγα του καίει ακόμη και σήμερα. Θυμάμαι ακόμη και τη γιαγιά την Ευθυμία να πίνει τον ελληνικό καφέ της, τα παιδιά που έμπαιναν από την αυλόπορτα για τα κάλαντα των Χριστουγέννων, τη μυρωδιά από τις δίπλες της μητέρας μου, το ζυμωτό ψωμί της γιαγιάς μου της Λουκίας και τα κάρβουνα έτοιμα πάνω στη φωτιά περιμένοντας τον παππού μου τον Θύμιο να ετοιμάσει εκείνα τα λαχταριστά χειροποίητα σουβλάκια. Θύμησες, νοσταλγία και μνήμες. Πολλές μνήμες. Η Δημουλά είχε δίκιο τελικά. Η μνήμη, κύριο όνομα των  θλίψεων, ενικού αριθμού. Μόνον ενικού αριθμού και άκλιτη. Η μνήμη, η μνήμη, η μνήμη.

Μέρες που είναι, μνημονεύω εκείνους που έφυγαν.Κάθε Χριστούγεννα, που πηγαίνω στο χωριό νιώθω ηρεμία και γαλήνη. Δεν ξέρω αν περιγράφεται με λέξεις. Το πρόσωπο μου φωτίζεται. Ανοίγω την ξύλινη πόρτα και πηγαίνω στο δωμάτιο του παππού μου. Το ξέρω πως δεν βρίσκεται εκεί αλλά κάθομαι λίγο. Είναι μάλλον εκείνη η ανάγκη του ανθρώπου να πιστέψει ότι ίσως από κάπου τον βλέπουν εκείνοι που έχουν φύγει. Έπειτα, κοιτάω τα φωτογραφικά άλμπουμ. Χαμογελώ και συγκινούμαι. Για όσα ζήσαμε, για όσα δεν καταφέραμε να ζήσουμε με τους δικούς μας ανθρώπους, για κείνα τα όμορφα που θα έρθουν και που θα δημιουργήσουμε κουβαλώντας όμορφους ανθρώπους και αναμνήσεις.Μέρες που είναι λοιπόν, μέτρησε τους ανθρώπους σου, πήγαινε εκεί που είναι ο τόπος σου. Μείνε με την οικογένεια σου, γέμισε το σπίτι με γέλια και τραγούδια. Ένα «σε αγαπώ να προσέχεις» και μια αγκαλιά.  Αυτά να είναι τα δώρα σου.
Μέρες που είναι, θυμήσου και εκείνο το παιδί με τη σάλπιγγα του Νικηφόρου Βρεττάκου:«Αν μπορούσες να ακουστείς θα σου έδινα την ψυχή μου να την πας ως την άκρη του κόσμου. Nα την κάνεις περιπατητικό αστέρι ή ξύλα αναμμένα για τα Χριστούγεννα-στο τζάκι του Νέγρου ή του Έλληνα χωρικού.Να την κάνεις ανθισμένη μηλιά στα παράθυρα των φυλακισμένων.Εγώ μπορεί να μην υπάρχω ως αύριο. Αν μπορούσες να ακουστείς θα σου έδινα την ψυχή μου να την κάνεις τις νύχτες ορατές νότες, έγχρωμες, στον αέρα του κόσμου. Να την κάνεις αγάπη».













Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Εκείνος ο Νοέμβρης!

Εκείνος ο Νοέμβρης ήταν αλλιώτικος.Εκείνο τον Νοέμβρη,ο χρόνος πάγωσε στο 1973.Αφετηρία; H νομική   σχολή   Αθηνών. Oι  φοιτητές   ξεχύνονται   στους   δρόμους  και καταλαμβάνουν το Πολυτεχνείο.


Επρόκειτο για μια αντιδικτατορική πάλη κατά  της χούντας των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου του 1967. 

Παρασκευή 16 Νοέμβρη 1973. Μπαίνουν σε λειτουργία οι πομποί του ραδιοφωνικού σταθμού που μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα σε όλη την Αθήνα που παρακολουθεί τα γεγονότα. Στις εννέα το πρωί στήνονται  τα  πρώτα οδοφράγματα  και   σχηματίζονται  δύο μεγάλες διαδηλώσεις στην Πανεπιστημίου και στη Σταδίου. Σταδιακά συγκεντρώνεται κόσμος. Οι συγκεντρωμένοι έξω από  το  Πολυτεχνείο τραγουδάνε το «Πότε θα κάνει   ξαστεριά».  

Σάββατο 17 Νοέμβρη 1973. Λίγο μετά τα  μεσάνυχτα, τα   πρώτα   τανκς   εμφανίζονται. Στη  μία   μετά   τα μεσάνυχτα  τα  τανκς  έχουν   ζώσει  το  Πολυτεχνείο. Τα  μεγάφωνα  και  ο  ραδιοσταθμός μεταδίδουν: «Μην φοβάστε τα τανκς»«Κάτω ο φασισμός»«Φαντάροι είμαστε αδέρφια σας» «Μη γίνετε δολοφόνοι».  Στη μια και μισή τα τανκς ξεκινούν με αναμμένους τους προβολείς. Οι φοιτητές τοποθετούν μια «Μερσεντές» πίσω από την κεντρική πύλη για να εμποδίσει την είσοδο των τανκς. 

Οι φοιτητές είναι ανεβασμένοι στα κάγκελα, τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και  φωνάζουν  στους  φαντάρους:«Είμαστε   αδέρφια».  


Ξημερώματα 17 Νοέμβρη 1973. Ο επικεφαλής αξιωματικός με μια κίνηση του χεριού του, δίνει την εντολή να ξεκινήσει το τανκ. Η πόρτα πέφτει και το τανκ συνεχίζει την πορεία του φτάνοντας μέχρι τις σκάλες του κτιρίου «Αβέρωφ». Μαζί του μπαίνουν ασφαλίτες και άντρες   των  ΛΟΚ.  Πέφτουν  πυροβολισμοί.  Υπάρχουν   φαντάροι   που   βοηθούν   τους φοιτητές να φύγουν, αλλά στις  εξόδους  τους   περιμένουν ασφαλίτες. Στις τρεις τα ξημερώματα στο Πολυτεχνείο δεν υπάρχει κανείς...


«Ξεχυθήκαμε στους δρόμους και πάλι. Κουρέλια ακόμα η φωνή μας. Δεν μπορούσε τίποτα να πει. Οι δολοφόνοι πλένουν τα χέρια τους στους νεροχύτες. Σκουπίζονται απ’τα σχισμένα πουκάμισα. Κατουράνε το αίμα μας με χοντρές μάνικες για να ξεπλυθούνε τα πεζοδρόμια.Να πάει ο κόσμος ήσυχα στη δουλειά του το πρωί. Μην αγριέψει το μάτι του. Μη θυμηθεί το μεσημέρι, το σκοτωμένο πρωινό και ανατρέψει. Τα υπόλοιπα είναι για το τραγούδι. Μένει μονάχα να θυμόμαστε.Ξανά  και  ξανά.  Στα   μνημόσυνα   και   στις  επετείους. Πως το κρατούμενο δεν είναι ένα. Μαζεύτηκαν πολλά. Θα χάσουμε το λογαριασμό. Κι είναι που μας χρωστάνε  ανεξόφλητη  επιταγή  το  αίμα   μας.»  

(Δημήτρης Παπαχρήστος: Οι νεροχύτες, από τη συλλογή "Με το ποδήλατο", εκδόσεις Μορφωτική ένωση Λεχαινών , 1980)

Πρόσφατα, κάπου διάβασα ότι «οι επέτειοι κρύβουν μια πίκρα που, εκτός από τη σκουριά του χρόνου, έχει να κάνει και με τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τους προδομένους αγώνες και τις ήττες. Μαζί με την πίκρα, ωστόσο, οι επέτειοι προσφέρουν μια ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε την   Ιστορία, η   οποία  έχει  τη   δυνατότητα  να  βρίσκει  πολλούς  τρόπους  για  να επαναλαμβάνεται και όχι μόνο ως φάρσα»

Και πράγματι η επέτειος του Πολυτεχνείου δεν θάφτηκε στη λήθη. Εμπνέει και συγκινεί. Αποτελεί πηγή έμπνευσης και ιστορικό γεγονός, ορόσημο για τους αγώνες του σήμερα, σε μια εποχή που το σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.

Ενάντια στην ξενοφοβία, στη μισαλλοδοξία, στον ρατσισμό, στον φασισμό, στη καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Πολυτεχνείο είναι εδώ για να δώσει ελπίδα, δύναμη και αλληλεγγύη στους κατατρεγμένους και αδύνατους αυτού του κόσμου. Άλλωστε, όπως είχε γράψει και ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του, το «αγόρι και η πόρτα»αναφερόμενος στον Διομήδη Κομνηνό: 

«Σηκώθηκε όρθια η πεσμένη καγκελόπορτα, χιλιάδες άλογα.Λαός καβαλίκεψε. Κομνηνέ!Φωνάξαμε.Γύρισε και μας κοίταξε.Δε φορούσε επίδεσμο ούτε στεφάνι. Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα και μαύρα, πιο μαύρα- καλπασμός,-η ιστορία. Να προφτάσσουμε».







Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Η Πατρίδα



Πατρίδα είναι ο τόπος σου. Είναι οι μυρωδιές από τα γιασεμιά, τα κρυσταλλένια νερά των ποταμών, τα βουνά και οι πλαγιές. Οι ντόπιοι με τη πραμάτεια τους στον ώμο, οι αγρότες στα λιοπύρια αλλά κυρίως, όλοι εκείνοι οι αυθεντικοί άνθρωποι των παιδικών σου χρόνων. 

Ο δικός μου τόπος, είναι η Πολύδροσος (Σουβάλα), εκεί που ο χρόνος σταματά. Κεφαλοχώρι κτισμένο στις βουνοπλαγιές του Παρνασσού στο νομό Φωκίδας με απερίγραπτη φυσική ομορφιά, με τις πηγές του Βοιωτικού Κηφισού, τις λεγόμενες πηγές της Αγίας Ελεούσας, το φαράγγι στα νοτιοδυτικά του χωριού -για τους ντόπιους «Μαντάμια»- τα γραφικά σοκάκια, τα κρυφά μονοπάτια αλλά και το «μικρό διαμαντάκι» της Άνω Σουβάλας, ανάμεσα σε δάσος από έλατα, μηλιές και μαύρη πεύκη.

Από μικρή, είχα μεγάλη προσμονή για τον τόπο μου. Ο παππούς μου ο Γιάννης, κάθε φορά που έφτανα από την Αθήνα, με περίμενε στο πλατύσκαλο και εγώ χωνόμουν στην αγκαλιά του. Θυμάμαι τις ατελείωτες βόλτες με το αγροτικό στο «μικρό σπίτι στο λιβάδι» όπως το αποκαλώ, το «ρνίκι». Ο παππούς μου είχε περιβόλια εκεί. Έπειτα με πήγαινε στον στάβλο του. Αργότερα, μου αγόραζε από το καφενείο «αγνή» και ανηφορίζαμε για το σπίτι. Με τον παππού μου τον Γιάννη είχα πολλές μνήμες γιατί τον έζησα περισσότερο. Την γιαγιά μου την Ευθυμία, δυστυχώς την έχασα πολύ μικρή. Ωστόσο θυμάμαι τα μαύρα της μαλλιά και την παρουσία της. Αγέρωχη, στην βεράντα του σπιτιού μας, να κάθεται σε μια άσπρη καρέκλα και να κοιτά τον κάμπο κάθε βράδυ. 

Ακόμα και τώρα, στα εικοσιεννιά μου χρόνια όταν επιστρέφω στο σπίτι κοιτάω στο σημείο που καθόταν εκείνη. Θαρρείς, πως θα εμφανιστεί μπροστά μου, θα με πιάσει από το χέρι και θα μου δείξει τον φωτισμένο κάμπο. Οι παππούδες μου ήταν απλοί άνθρωποι. Ο παππούς μου ο Γιάννης, γνωστός σε όλο το χωριό ως Γιάννης Κοντογιάννης ήταν πεταλωτής και υδραυλικός. Πρόσφατα έμαθα από τον πατέρα μου ότι επιτελούσε και ρόλο κτηνιάτρου ενίοτε. Η αλήθεια είναι, ότι μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε αξιοπρεπής. Δύσκολο να διαχειριστείς την απώλεια. Ακόμη και τώρα κοιτάω στα κλεφτά το πλατύσκαλο μήπως συναντηθούν τα βλέμματα μας. 

Ευτυχώς, έχω την τύχη να έχω ακόμη τους παππούδες από την πλευρά της μητέρας μου. Αγρότες, λαϊκοί άνθρωποι. Πότε δεν ζήλεψαν την μεγάλη ζωή. Μέχρι και τώρα, την ώρα του φαγητού, θα σου πουν ότι είναι ευγνώμονες για την φραντζόλα που υπάρχει στο τραπέζι. Τον παππού μου τον Θύμιο, τον θυμάμαι πάντα με τη μικρή του φρέζα να πηγαίνει στα μανάρια, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Ύστερα, στο καφενείο για κρασί με τον αδερφό του τον Θόδωρο. 

Κάπου κάπου και με τον αδερφό του τον Γιώργο. Η αδερφή του η Τασούλα,τον επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι. Η γιαγιά μου της έψηνε καφέ. Δεν καθόταν πολύ γιατί δεν ήθελε να αφήνει βλέπεις, τον μονάκριβο της άντρα, Γιάννη. Αχώριστα αυτά τα αδέρφια. Μαζί στα εύκολα, στα δύσκολα, στις χαρές, τις λύπες. Μέχρι που τα έχασε όλα, και τα επτά και έμεινε μόνος του με τον φόβο του θανάτου. Μπορεί τώρα, στα ογδόντα επτά του χρόνια να μην ακούει αλλά κάθε φορά που τον επισκέπτομαι έχει να μου πει πολλές ιστορίες από τα παλιά. Θα παίξουμε την κολιτσίνα μας, θα πιούμε το κρασάκι μας και θα κάτσουμε στην αυλή να πούμε τα δικά μας. Είναι λες και έχουμε αναπτύξει τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας. 

Για την γιαγιά μου τη Λουκία, λέξεις δύσκολα θα βγουν από το στόμα μου. Δεύτερη μάνα. Στην αυλή της μίλησα για πρώτη φορά, εκεί περπάτησα, εκεί έκλαψα, έπαιξα, γέλασα με τη ψυχή μου, εκεί μεγάλωσα και ενηλικιώθηκα. Όλα εκεί. Μπορεί να την έχουν προδώσει τα πόδια της αλλά είναι σκληρό καρύδι η γιαγιά μου. Αγαπητή σε όλους. Θα μιλήσει κάθε μέρα με τις ξαδέρφες της, Γιαννούλα και Χριστίνα αλλά και την αδερφή της την Γιαννίτσα. Έχω πολλές μνήμες από εκείνη. Τόσο ευφάνταστη στο να πλάθει ιστορίες για να κοιμάμαι τα βράδια. Ακόμη και τώρα την ρωτάω αν θυμάται καμία από δαύτες. Ειδάλλως, τραγουδάμε μαζί κανένα παραδοσιακό. Πάντα της άρεσε άλλωστε να μου τραγουδά. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Η Σουβάλα. Είναι οι μνήμες, οι θύμησες, οι άνθρωποι της, οι παιδικοί μου φίλοι, οι άνθρωποι που έχουν φύγει αλλά τους κουβαλάω μέσα μου, τα χρώματα, τα αρώματα, οι μυρουδιές, ο πολυτραγουδισμένος Παρνασσός, τα τρεχούμενα νερά, τα έλατα.

Υγ:(...)Θέλω να υφάνω, ν’ αποδώσω με λέξεις το ρυθμό του νερού, που χτυπάει στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου. Ν’ ακούγεται όμοια και η ψυχή μου κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα στους στίχους μου, να ρέει συνεχώς, καθαρά, τρυφερά, (από δω ουρανός κι από κει ουρανός) μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο. Το ξέρω ότι ήσουν και πριν γεννηθώ. Το ύψος σου πάντως βγήκε από μέσα μου(...) Νικηφόρος Βρεττάκος « Ποιήματα για το ίδιο Βουνό»


Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Όταν μια κοινωνία εκφασίζεται!

Όταν είσαι από άλλο τόπο, δεν έχεις ούτε παρόν ούτε μέλλον. Είσαι αυτός ο Ξενος. Ο πρόσφυγας. Ο μετανάστης. Είσαι κάτι κακό για τούτη εδώ την κοινωνία. Κάτι νοσηρό που αλλοιώνει τον πολιτισμό της. Η Ζωή σου δεν έχει καμία απολύτως αξία. Δεν έχεις κανένα δικαίωμα ελεύθερης βούλησης και επιλογής. Μια βάρκα σε ξέβρασε εδώ. Ήρθες εδώ όχι γιατί το επέλεξες αλλά γιατί οι συνθήκες σε ανάγκασαν. Τώρα παλεύεις μόνος. Μόνος, με τον ίδιο σου τον εαυτό, την οικογένεια σου, για να μπορέσεις να ζήσεις. Να μπορέσεις να σταθείς στα πόδια σου. Να μπορέσεις να ελπίζεις ξανά σε κάτι. 

Το όνομα του ήταν Εμπουκά Μαμασουμπέκ. Η ελπίδα για κείνον και την οικογένεια του χάθηκε μέσα σε ένα αστυνομικό τμήμα. Το όνομα του ήταν Ζακ Κωστόπουλος. Η ελπίδα του χάθηκε κάπου στην Γλαδστώνος. Πέθανε στο δρόμο, λόγω ισχαιμικού επεισόδιου που προκλήθηκε από πολλαπλά τραύματα. Αν με ρωτούσες για τον υπαίτιο θα σου λεγα πως δεν είναι ένας. Ήταν πολλοί περισσότεροι. Από την μια αυτός που τον σάπισε στο ξύλο μέχρι θανάτου αλλά και όλοι εμείς οι Κυρ Παντελήδες που κοιτούσαμε να αργοπεθαίνει και γύρίσαμε στα σπίτια μας σαν καλοί νοικοκυραίοι. Μπορεί να μην ήρθε από άλλο τόπο. Ήταν όμως ενα άλλοιωτικό παιδί. 

Ο Θάνατος του, όπως και ο θάνατος του Εμπουκά, του Σαχζάτ Λουκμάν, του Παύλου, του Αλέξανδρου, της Κανελλοπούλου, του Κουμη, του Καλτεζά, του Σωτήρη Πέτρουλα, του Νίκου Τεμπονέρα, της Βασιλακοπούλου, του Μπελογιάννη, του Τάσου Τούση( ποιός μπορεί να βγάλει άλλωστε από τη μνήμη του, εκείνη τη μάνα, που θρηνεί πάνω από το άψυχο σώμα του γιου της.Τότε, είναι που ο Γιάννης Ρίτσος εμπνέεται και ξεκινά να γράφει τους πρώτους στίχους από τον «Επιτάφιο»)  είναι η έκφραση του εκφασισμού μιας κοινωνίας που σαπίζει . 

Ξέρεις, η μόνη απάντηση στον σκοταδισμό, το φασισμό, τον ρατσισμό, την ομοφοβία είναι να αναζητάμε τον άνθρωπο όπου και αν βρίσκεται. Στον Κεμάλ,ο Γκάτσος έγραψε οτι αυτός ο κόσμος δεν θα αλλάξει ποτέ.  Και όμως, αυτός ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει Κεμάλ. Για κείνη τη θηλιά που μας πνίγει,για το παρόν αλλά και το μέλλον.  Πρέπει να αλλάξει και θα αλλάξει! 



«Νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί, με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»


Καλή συνέχεια