Μαύρη ετούτη η μέρα. Οργή, αδιόρατη θλίψη ένα μεγάλο
γιατί και μια συγνώμη που δεν δόθηκε ποτέ. Συνεχώς, έρχονται στη σκέψη μου
εκείνες οι εικόνες. Γκρίζο τοπίο, στάχτες, καμένα σπίτια, λιωμένα σίδερα,
αποτυπώματα απουσίας, φωτογραφίες αγνοουμένων και πόνος.
Πόνος βουβός. Πόνος αξεπέραστος. Άνθρωποι
πανικόβλητοι, μανάδες να ουρλιάζουν ψάχνοντας τα παιδιά τους, άνθρωποι
αγκαλιασμένοι μέσα στα αποκαΐδια, σωροί από μέταλλα, και μια εκκωφαντική σιωπή.
Ποίος έφταιξε; Σε ποιόν θα αποδοθεί η ευθύνη; Εκείνη η νύχτα, με τους 102
νεκρούς ίσως και να αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα της ίδιας της
κοινωνίας. Μιας κοινωνίας και ενός κράτους «δικαίου» που χρόνο με τον χρόνο, μέρα
με τη μέρα, λεπτό το λεπτό στο βωμό του κέρδους ,των εκάστοτε πολιτικών επιλογών και των μνημονίων που έχουν ριζωθεί πολύ καλά μέσα μας, καταδικάζει
και ευτελίζει την αξία της ανθρώπινης ζωής.
«Το Μάτι δεν
είναι καταβόθρα νεκρών», φώναξαν οι συγγενείς των θυμάτων στην επιμνημόσυνη δέηση.
Περνώντας τα χρόνια και οι μέρες, σκέφτομαι, ότι η μεγαλύτερη τιμή της
μνήμης των θυμάτων είναι η αποκάλυψη και όχι η συγκάλυψη όλων των πτυχών της
τραγωδίας, η απόδοση ευθυνών, η λήψη ουσιαστικών και αναγκαίων μέτρων προστασίας
αλλά και εκείνη η συγνώμη που δεν ειπώθηκε ποτέ. Νομίζω, τους το χρωστάτε!
Σε αυτούς που έμειναν πίσω, και
προσπαθούν να επουλώσουν τις πληγές τους έχοντας χάσει τα πάντα, έχω να τους πω
εκείνο το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου.
Άλλωστε, οι στίχοι κάνουν πάντα έναν
περίεργο εκκωφαντικό θόρυβο.
«Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά
απ’ τα σπίτια τους, τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας
τους, την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει σα να
σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο. Πάντα εκεί -Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο
στένεμα και πλάτεμα σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή καταμεσής καλοκαιριού, στα
ερημικά χωράφια. Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι κι έχουν μια
ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο και κάθε μέρα μεγαλώνουν
μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια
απ΄τη στέρηση μα απ’ την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή
στον ύπνο τους, είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι. Κάποτε, μες στο βράδυ της
άνοιξης, ένα παιδί σηκώνεται και φεύγει ανεξήγητα χωρίς κανείς να το μαλώσει’
σηκώνεται αργά, απροειδοποίητα, εκεί που καθόταν ήσυχα στο χώμα κι η θέση του
στο χώμα μένει ζεστή και το σχήμα της στάσης του αχνίζει ακόμη στο δροσερόν
αέρα σχηματίζοντας ένα άλλο παιδί από υπόλευκη ζέστα. Τότε ολόγυρα μαζεύονται,
σα γύρω από μιαν άσπρη φωτιά, τα μικρά πρόβατα να ζεσταθούνε’ και λίγο πιο πέρα
ένα ψηλό, ολομόναχο, άσπρο άλογο φέγγοντας όλο κάτω απ΄ την αστροφεγγιά κλαίει
με μεγάλα, κατάφωτα δάκρυα, κρατώντας ολόρθο το κεφάλι του».
Καλή συνέχεια,
Υποσημ.: Το παραπάνω ποίημα αποτελεί
απόσπασμα από το ποίημα: Σχήμα της απουσίας.