Εκείνος ο Νοέμβρης ήταν αλλιώτικος.Εκείνο τον Νοέμβρη,ο χρόνος πάγωσε στο 1973.Αφετηρία; H νομική σχολή Αθηνών. Oι φοιτητές ξεχύνονται στους δρόμους και καταλαμβάνουν το Πολυτεχνείο.
Επρόκειτο για μια αντιδικτατορική πάλη κατά της χούντας των συνταγματαρχών της 21ης Απριλίου του 1967.
Παρασκευή 16 Νοέμβρη 1973. Μπαίνουν σε λειτουργία οι πομποί του ραδιοφωνικού σταθμού που μεταφέρουν το μήνυμα του αγώνα σε όλη την Αθήνα που παρακολουθεί τα γεγονότα. Στις εννέα το πρωί στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα και σχηματίζονται δύο μεγάλες διαδηλώσεις στην Πανεπιστημίου και στη Σταδίου. Σταδιακά συγκεντρώνεται κόσμος. Οι συγκεντρωμένοι έξω από το Πολυτεχνείο τραγουδάνε το «Πότε θα κάνει ξαστεριά».
Σάββατο 17 Νοέμβρη 1973. Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, τα πρώτα τανκς εμφανίζονται. Στη μία μετά τα μεσάνυχτα τα τανκς έχουν ζώσει το Πολυτεχνείο. Τα μεγάφωνα και ο ραδιοσταθμός μεταδίδουν: «Μην φοβάστε τα τανκς», «Κάτω ο φασισμός», «Φαντάροι είμαστε αδέρφια σας» «Μη γίνετε δολοφόνοι». Στη μια και μισή τα τανκς ξεκινούν με αναμμένους τους προβολείς. Οι φοιτητές τοποθετούν μια «Μερσεντές» πίσω από την κεντρική πύλη για να εμποδίσει την είσοδο των τανκς.
Οι φοιτητές είναι ανεβασμένοι στα κάγκελα, τραγουδούν τον εθνικό ύμνο και φωνάζουν στους φαντάρους:«Είμαστε αδέρφια».
Ξημερώματα 17 Νοέμβρη 1973. Ο επικεφαλής αξιωματικός με μια κίνηση του χεριού του, δίνει την εντολή να ξεκινήσει το τανκ. Η πόρτα πέφτει και το τανκ συνεχίζει την πορεία του φτάνοντας μέχρι τις σκάλες του κτιρίου «Αβέρωφ». Μαζί του μπαίνουν ασφαλίτες και άντρες των ΛΟΚ. Πέφτουν πυροβολισμοί. Υπάρχουν φαντάροι που βοηθούν τους φοιτητές να φύγουν, αλλά στις εξόδους τους περιμένουν ασφαλίτες. Στις τρεις τα ξημερώματα στο Πολυτεχνείο δεν υπάρχει κανείς...
«Ξεχυθήκαμε στους δρόμους και πάλι. Κουρέλια ακόμα η φωνή μας. Δεν μπορούσε τίποτα να πει. Οι δολοφόνοι πλένουν τα χέρια τους στους νεροχύτες. Σκουπίζονται απ’τα σχισμένα πουκάμισα. Κατουράνε το αίμα μας με χοντρές μάνικες για να ξεπλυθούνε τα πεζοδρόμια.Να πάει ο κόσμος ήσυχα στη δουλειά του το πρωί. Μην αγριέψει το μάτι του. Μη θυμηθεί το μεσημέρι, το σκοτωμένο πρωινό και ανατρέψει. Τα υπόλοιπα είναι για το τραγούδι. Μένει μονάχα να θυμόμαστε.Ξανά και ξανά. Στα μνημόσυνα και στις επετείους. Πως το κρατούμενο δεν είναι ένα. Μαζεύτηκαν πολλά. Θα χάσουμε το λογαριασμό. Κι είναι που μας χρωστάνε ανεξόφλητη επιταγή το αίμα μας.»
(Δημήτρης Παπαχρήστος: Οι νεροχύτες, από τη συλλογή "Με το ποδήλατο", εκδόσεις Μορφωτική ένωση Λεχαινών , 1980)
Πρόσφατα, κάπου διάβασα ότι «οι επέτειοι κρύβουν μια πίκρα που, εκτός από τη σκουριά του χρόνου, έχει να κάνει και με τα ανεκπλήρωτα όνειρα, τους προδομένους αγώνες και τις ήττες. Μαζί με την πίκρα, ωστόσο, οι επέτειοι προσφέρουν μια ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε την Ιστορία, η οποία έχει τη δυνατότητα να βρίσκει πολλούς τρόπους για να επαναλαμβάνεται και όχι μόνο ως φάρσα»
Και πράγματι η επέτειος του Πολυτεχνείου δεν θάφτηκε στη λήθη. Εμπνέει και συγκινεί. Αποτελεί πηγή έμπνευσης και ιστορικό γεγονός, ορόσημο για τους αγώνες του σήμερα, σε μια εποχή που το σύνθημα «Ψωμί, παιδεία, ελευθερία» είναι πιο επίκαιρο από ποτέ.
Ενάντια στην ξενοφοβία, στη μισαλλοδοξία, στον ρατσισμό, στον φασισμό, στη καταπάτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Πολυτεχνείο είναι εδώ για να δώσει ελπίδα, δύναμη και αλληλεγγύη στους κατατρεγμένους και αδύνατους αυτού του κόσμου. Άλλωστε, όπως είχε γράψει και ο Γιάννης Ρίτσος στο ποίημα του, το «αγόρι και η πόρτα»αναφερόμενος στον Διομήδη Κομνηνό:
«Σηκώθηκε όρθια η πεσμένη καγκελόπορτα, χιλιάδες άλογα.Λαός καβαλίκεψε. Κομνηνέ!Φωνάξαμε.Γύρισε και μας κοίταξε.Δε φορούσε επίδεσμο ούτε στεφάνι. Άσπρα άλογα, κόκκινα άλογα και μαύρα, πιο μαύρα- καλπασμός,-η ιστορία. Να προφτάσσουμε».