Συνολικές προβολές σελίδας

Τετάρτη 7 Αυγούστου 2019

Η Πατρίδα



Πατρίδα είναι ο τόπος σου. Είναι οι μυρωδιές από τα γιασεμιά, τα κρυσταλλένια νερά των ποταμών, τα βουνά και οι πλαγιές. Οι ντόπιοι με τη πραμάτεια τους στον ώμο, οι αγρότες στα λιοπύρια αλλά κυρίως, όλοι εκείνοι οι αυθεντικοί άνθρωποι των παιδικών σου χρόνων. 

Ο δικός μου τόπος, είναι η Πολύδροσος (Σουβάλα), εκεί που ο χρόνος σταματά. Κεφαλοχώρι κτισμένο στις βουνοπλαγιές του Παρνασσού στο νομό Φωκίδας με απερίγραπτη φυσική ομορφιά, με τις πηγές του Βοιωτικού Κηφισού, τις λεγόμενες πηγές της Αγίας Ελεούσας, το φαράγγι στα νοτιοδυτικά του χωριού -για τους ντόπιους «Μαντάμια»- τα γραφικά σοκάκια, τα κρυφά μονοπάτια αλλά και το «μικρό διαμαντάκι» της Άνω Σουβάλας, ανάμεσα σε δάσος από έλατα, μηλιές και μαύρη πεύκη.

Από μικρή, είχα μεγάλη προσμονή για τον τόπο μου. Ο παππούς μου ο Γιάννης, κάθε φορά που έφτανα από την Αθήνα, με περίμενε στο πλατύσκαλο και εγώ χωνόμουν στην αγκαλιά του. Θυμάμαι τις ατελείωτες βόλτες με το αγροτικό στο «μικρό σπίτι στο λιβάδι» όπως το αποκαλώ, το «ρνίκι». Ο παππούς μου είχε περιβόλια εκεί. Έπειτα με πήγαινε στον στάβλο του. Αργότερα, μου αγόραζε από το καφενείο «αγνή» και ανηφορίζαμε για το σπίτι. Με τον παππού μου τον Γιάννη είχα πολλές μνήμες γιατί τον έζησα περισσότερο. Την γιαγιά μου την Ευθυμία, δυστυχώς την έχασα πολύ μικρή. Ωστόσο θυμάμαι τα μαύρα της μαλλιά και την παρουσία της. Αγέρωχη, στην βεράντα του σπιτιού μας, να κάθεται σε μια άσπρη καρέκλα και να κοιτά τον κάμπο κάθε βράδυ. 

Ακόμα και τώρα, στα εικοσιεννιά μου χρόνια όταν επιστρέφω στο σπίτι κοιτάω στο σημείο που καθόταν εκείνη. Θαρρείς, πως θα εμφανιστεί μπροστά μου, θα με πιάσει από το χέρι και θα μου δείξει τον φωτισμένο κάμπο. Οι παππούδες μου ήταν απλοί άνθρωποι. Ο παππούς μου ο Γιάννης, γνωστός σε όλο το χωριό ως Γιάννης Κοντογιάννης ήταν πεταλωτής και υδραυλικός. Πρόσφατα έμαθα από τον πατέρα μου ότι επιτελούσε και ρόλο κτηνιάτρου ενίοτε. Η αλήθεια είναι, ότι μέχρι το τέλος της ζωής του παρέμεινε αξιοπρεπής. Δύσκολο να διαχειριστείς την απώλεια. Ακόμη και τώρα κοιτάω στα κλεφτά το πλατύσκαλο μήπως συναντηθούν τα βλέμματα μας. 

Ευτυχώς, έχω την τύχη να έχω ακόμη τους παππούδες από την πλευρά της μητέρας μου. Αγρότες, λαϊκοί άνθρωποι. Πότε δεν ζήλεψαν την μεγάλη ζωή. Μέχρι και τώρα, την ώρα του φαγητού, θα σου πουν ότι είναι ευγνώμονες για την φραντζόλα που υπάρχει στο τραπέζι. Τον παππού μου τον Θύμιο, τον θυμάμαι πάντα με τη μικρή του φρέζα να πηγαίνει στα μανάρια, όπως χαρακτηριστικά έλεγε. Ύστερα, στο καφενείο για κρασί με τον αδερφό του τον Θόδωρο. 

Κάπου κάπου και με τον αδερφό του τον Γιώργο. Η αδερφή του η Τασούλα,τον επισκεπτόταν συχνά στο σπίτι. Η γιαγιά μου της έψηνε καφέ. Δεν καθόταν πολύ γιατί δεν ήθελε να αφήνει βλέπεις, τον μονάκριβο της άντρα, Γιάννη. Αχώριστα αυτά τα αδέρφια. Μαζί στα εύκολα, στα δύσκολα, στις χαρές, τις λύπες. Μέχρι που τα έχασε όλα, και τα επτά και έμεινε μόνος του με τον φόβο του θανάτου. Μπορεί τώρα, στα ογδόντα επτά του χρόνια να μην ακούει αλλά κάθε φορά που τον επισκέπτομαι έχει να μου πει πολλές ιστορίες από τα παλιά. Θα παίξουμε την κολιτσίνα μας, θα πιούμε το κρασάκι μας και θα κάτσουμε στην αυλή να πούμε τα δικά μας. Είναι λες και έχουμε αναπτύξει τον δικό μας κώδικα επικοινωνίας. 

Για την γιαγιά μου τη Λουκία, λέξεις δύσκολα θα βγουν από το στόμα μου. Δεύτερη μάνα. Στην αυλή της μίλησα για πρώτη φορά, εκεί περπάτησα, εκεί έκλαψα, έπαιξα, γέλασα με τη ψυχή μου, εκεί μεγάλωσα και ενηλικιώθηκα. Όλα εκεί. Μπορεί να την έχουν προδώσει τα πόδια της αλλά είναι σκληρό καρύδι η γιαγιά μου. Αγαπητή σε όλους. Θα μιλήσει κάθε μέρα με τις ξαδέρφες της, Γιαννούλα και Χριστίνα αλλά και την αδερφή της την Γιαννίτσα. Έχω πολλές μνήμες από εκείνη. Τόσο ευφάνταστη στο να πλάθει ιστορίες για να κοιμάμαι τα βράδια. Ακόμη και τώρα την ρωτάω αν θυμάται καμία από δαύτες. Ειδάλλως, τραγουδάμε μαζί κανένα παραδοσιακό. Πάντα της άρεσε άλλωστε να μου τραγουδά. Αυτή είναι η πατρίδα μου. Η Σουβάλα. Είναι οι μνήμες, οι θύμησες, οι άνθρωποι της, οι παιδικοί μου φίλοι, οι άνθρωποι που έχουν φύγει αλλά τους κουβαλάω μέσα μου, τα χρώματα, τα αρώματα, οι μυρουδιές, ο πολυτραγουδισμένος Παρνασσός, τα τρεχούμενα νερά, τα έλατα.

Υγ:(...)Θέλω να υφάνω, ν’ αποδώσω με λέξεις το ρυθμό του νερού, που χτυπάει στα χαλίκια κάτω απ’ τις φτέρες σου. Ν’ ακούγεται όμοια και η ψυχή μου κυλώντας, λέξη τη λέξη, μέσα στους στίχους μου, να ρέει συνεχώς, καθαρά, τρυφερά, (από δω ουρανός κι από κει ουρανός) μουσική δωματίου μέσα στο χρόνο. Το ξέρω ότι ήσουν και πριν γεννηθώ. Το ύψος σου πάντως βγήκε από μέσα μου(...) Νικηφόρος Βρεττάκος « Ποιήματα για το ίδιο Βουνό»