Συνολικές προβολές σελίδας

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2020

Τα καλύτερα μας χρόνια!


Χειμώνας. Παραμονές Χριστουγέννων. Έχουμε ήδη ξυπνήσει και έχουμε χωθεί στην αγκαλιά του παππού. Να τα πούμε;! Το πρόσωπο του φώτιζε ολόκληρο. Έπειτα κολλούσαμε τα πρόσωπα μας στο παράθυρο. Κοιτούσαμε τις καμινάδες των σπιτιών, τις νιφάδες από το χιόνι που έπεφτε και τον κατάλευκο Παρνασσό. Η παρέα μαζεύτηκε. Οι περισσότεροι με τρίγωνα. Εγώ με την μελόντικα. Πάντα με τη μελόντικα. Η μόνη μας έγνοια ήταν να προλάβουμε να πάμε στα περισσότερα σπίτια του χωριού.

 Και έτσι ξεκινούσαν οι δικές μας γιορτές. Οι δικές μας διακοπές των Χριστουγέννων. Να τα πούμε, να τα πούμε; «Καλήν εσπέραν άρχοντες αν είναι ορισμός σας». Και του χρόνου μας έλεγαν πάντα υγεία και καλή πρόοδο. Ύστερα μετρούσαμε τα χρήματα που είχαμε μαζέψει. Στην αρχή ήταν δραχμές, μετά μετρούσαμε τα κέρματα του ευρώ και ενίοτε και τα χαρτονομίσματα. Άλλος ήθελε να αγοράσει ποδήλατο, άλλος κάποια παιχνιδομηχανή, άλλος το σπίτι των «playmobil», άλλος πολλά παιχνίδια και επιτραπέζια.

 Κάπως έτσι ήταν και οι χρονιές που ακολούθησαν. Τώρα που το σκέφτομαι μέχρι το γυμνάσιο συνέχιζα να λέω τα κάλαντα. Αυτή η συνήθεια σταμάτησε κάπου στα 14. Μεγαλώσαμε βλέπεις. Ήρθε και η εφηβεία. Ποτέ δεν σταμάτησε όμως εκείνη η συνήθεια ακόμη και σήμερα που έχω φτάσει τριάντα, ξυπνάω από το πρωί και τηλεφωνώ στον πατέρα μου καμιά φορά σαν μικρό παιδί. Να σου τα πω για το καλό ρε Μπαμπά; Άλλωστε, αυτές τις μνήμες τις κουβαλάω και θα τις κουβαλάω για πάντα μαζί μου.

Και αν ποτέ γίνω μητέρα, ποιος ξέρει, θα έχω να λέω μπόλικες ιστορίες για τον τόπο μου, τις ρίζες μου, τα οικογενειακά τραπέζια, τα γλέντια μας, το χριστόψωμο της γιαγιάς, την αγάπη που ήταν διάχυτη σε όλο το σπίτι, τις μυρωδιές από τις δίπλες και τα μελομακάρονα αλλά και τη μυρωδιά από το φρεσκοκομμένο έλατο του Χριστουγεννιάτικου δέντρου. Πράγματι, τα Χριστούγεννα στο χωριό τα θυμάμαι πάντα με αγάπη και νοσταλγία. Ακόμη και σήμερα δίνουμε ένα άτυπο ραντεβού μεταξύ μας. Πότε θα ανέβεις; Θα σε περιμένω! Μια ερώτηση και μια απάντηση αρκούν.

Τώρα που το σκέφτομαι, αυτά ήταν τα καλύτερα μας χρόνια. Τα ανέμελα, τα ξέγνοιαστα…Όπως λέω πάντα, πονάει πολύ να είσαι ενήλικας. Μέχρι και σήμερα όμως, μπορώ να πω με σιγουριά ότι οι μέρες των Χριστουγέννων έχουν ακόμη λίγη από εκείνη την αστερόσκονη.

Πόσο επίκαιρος φαντάζει και ο Ντίκενς στο έργο του «Ιστορία δύο πόλεων»;!: (…)Ήταν τα καλύτερα χρόνια, μα συνάμα και τα χειρότερα, ήταν η εποχή της σοφίας, ήταν η εποχή της απερισκεψίας, ήταν η περίοδος της πίστης, ήταν η περίοδος της δυσπιστίας, ήταν η εποχή της Φωτιάς, ήταν η εποχή του Σκότους, ήταν η άνοιξη της ελπίδας, ήταν ο χειμώνας της απελπισίας, είχαμε τα πάντα μπροστά μας, δεν είχαμε τίποτα μπροστά μας,  πηγαίναμε όλοι κατευθείαν προς τον Παράδεισο, πηγαίναμε όλοι προς την αντίθετη κατεύθυνση-κοντολογίς η περίοδος εκείνη είχε τόσες ομοιότητες με τωρινή(…)

 Φέτος, δεν θα μπορέσω να είμαι εκεί. Η πανδημία βλέπεις, όρισε τις ζωές μας. Δεν θα τηρήσουμε και εκείνη την υπόσχεση στους απόντες και τους παρόντες. Αυτό όμως που ξέρω είναι ότι και τα φετινά Χριστούγεννα η ψυχή μου θα βρίσκεται εκεί. Αν με ρωτούσες τι θα ευχόμουν για το νέο έτος θα σου έλεγα να μπορούμε ανασάνουμε ξανά, να έχουμε υγεία, αγάπη, ανθρωπιά, λιγότερο εγωισμό και ματαιοδοξία, να εκτιμούμε τα απλά και τα καθημερινά αλλά να αποκτήσουμε περισσότερη ενσυναίσθηση. Να ακούμε δηλαδή περισσότερο τους άλλους, να μπαίνουμε στα παπούτσια τους κάπου κάπου και να τους αφουγκραζόμαστε λίγο περισσότερο. Μόνο έτσι αξίζει να είσαι άνθρωπος. 


Καλές γιορτές με υγεία




Στο βίντεο που ακολουθεί η Ρένα Ορφανού απαγγέλει ποίημα ενός blogger με όνομα «βιολιστής στη στέγη»(έχει γίνει μια παρανόηση και αρκετοί θεωρούν οτι το ποίημα είναι του Ελύτη ωστόσο κάτι τέτοιο δεν ισχύει) με τίτλο «Παράθυρα χωρίς θέα»:


Mπορώ να γίνω ευτυχισμένος με τα πιο απλά πράγματα και με τα πιο μικρά..

Και με τα καθημερινότερα των καθημερινών.

Μου φτάνει που οι εβδομάδες έχουν Κυριακές.

Μου φτάνει που τα χρόνια φυλάνε Χριστούγεννα για το τέλος τους.

Που οι χειμώνες έχουν πέτρινα, χιονισμένα σπίτια.

Που ξέρω ν' ανακαλύπτω τα κρυμμένα πετροράδικα στις κρυψώνες τους.

Μου φτάνει που μ' αγαπάνε τέσσερις άνθρωποι.

Πολύ...

Μου φτάνει που αγαπάω τέσσερις ανθρώπους.

Πολύ...

Που ξοδεύω τις ανάσες μου μόνο γι' αυτούς.

Που δεν φοβάμαι να θυμάμαι.

Που δε με νοιάζει να με θυμούνται.

Που μπορώ και κλαίω ακόμα.

Και που τραγουδάω... μερικές φορές...

Που υπάρχουν μουσικές που με συναρπάζουν.

Και ευωδιές που με γοητεύουν...